- σύμφρων
- -ονος, ὁ, ἡ, Α1. αυτός που έχει την ίδια γνώμη, την ίδια άποψη με άλλον2. ευνοϊκός («οἵ τ' ἔσω δωμάτων πλουτογαθῆ μυχὸν νομίζεται, κλῡτε, σύμφρονες θεοί», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ἐπί-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.